- τραπεζόεδρος
- -η, -ο, Ν1. (για στερεά) αυτός τού οποίου οι έδρες είναι τραπέζια2. το ουδ. ως ουσ. το τραπεζόεδροα) στερεό τού οποίου οι έδρες είναι τραπέζιαβ) (κρυσταλλ.) πολύεδρο με έξι, οκτώ, δώδεκα ή εικοσιτέσσερεις έδρες, σχήματος τραπεζίου, από τις οποίες οι μισές έχουν μετατοπιστεί πάνω στις υπόλοιπες.[ΕΤΥΜΟΛ. < τραπέζ-ιο + -εδρος (< έδρα), πρβλ. τετρά-εδρος. Η λ., στον λόγιο τ. τού ουδ. τραπεζόεδρον, μαρτυρείται από το 1853 στην εφημερίδα Βελτίωσις].
Dictionary of Greek. 2013.